- χηλεύσεις
- χηλεύωnetaor subj act 2nd sg (epic)χηλεύωnetfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χήλευσις — ηλεύσεως, ἡ, Α [χηλεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χηλεύω, πλέξη, πλέξιμο, ιδίως διχτιών 2. (κατά τον Ησύχ.) «χηλεύσεις πλέξεις» … Dictionary of Greek